τῡλεία, ἡ, = Folgdm. Bei Poll. 10, 38. 39 steht jetzt τυλεῖα, s. τυλεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυλεία — ἡ, Α το τυλεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τυλεῖον με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
τυλεῖα — τυλεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)