- τῡρευτής
τῡρευτής, ὁ, der Käse macht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τῡρευτής, ὁ, der Käse macht, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηρευτής — ὁ, Μ [τυρεύω] 1. τυρευτήρ* 2. μτφ. πανούργος, δολοπλόκος («ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek