τῡρευτήρ

τῡρευτήρ

τῡρευτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; so heißt Hermes, als Hirtengott und Geber des Ziegenkäses, Leonid. paralip. 89 (IX, 744).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυρευτήρ — ῆρος, ὁ, Α 1. αυτός που παρασκευάζει τυρί, τυροποιός 2. προσωνυμία τού Ερμού ως θεού τών ποιμένων και ως δότη τού κατσικήσιου τυριού («Ἑρμᾷ τυρευτῆρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρεύω + επίθημα τήρ* (πρβλ. βουλευ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τηρευτής — ὁ, Μ [τυρεύω] 1. τυρευτήρ* 2. μτφ. πανούργος, δολοπλόκος («ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην», Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • τυρευτῆρι — τῡρευτῆρι , τυρευτήρ one who makes cheese masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”