- τᾱγεία
τᾱγεία, ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τᾱγεία, ὴ, Amt, Würde des ταγός, das Beherrschen, der Oberbefehl, die oberste Leitung, Anführung, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγεία — ἡ, Α [ταγεύω] το αξίωμα και το λειτούργημα τού ταγού … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
πολύφρων — Αδελφός του τύραννου των Φερών Ιάσονα. Το 369 π.Χ. εκθρόνισε τον αδελφό του Πολύδωρο από την Ταγεία της Θεσσαλίας και την τυραννία των Φερών και έγινε ο ίδιος τύραννος. Κατόπιν, έδιωξε τους ευγενείς από τη Λάρισα και ορισμένους από αυτούς… … Dictionary of Greek
ταγείαν — τᾱγείᾱν , ταγεία office fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγείη — τάσσω draw up in order of battle aor opt pass 3rd sg τάσσω draw up in order of battle aor opt pass 3rd sg τᾱγείη , ταγεία office fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)