- τᾱγεύω
τᾱγεύω, beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τᾱγεύω, beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγεύω — Α [ταγός] 1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός*, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.) 2. είμαι αρχηγός φρατρίας 3. μέσ. ταγεύομαι διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας… … Dictionary of Greek
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
διαταγεύω — (Α) [ταγεύω] τακτοποιώ, διευθετώ … Dictionary of Greek
συνταγεύω — Α είμαι ταγός* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταγεύω «είμαι ταγός, αρχηγός»] … Dictionary of Greek
ταγεία — ἡ, Α [ταγεύω] το αξίωμα και το λειτούργημα τού ταγού … Dictionary of Greek
ταγεύηται — τᾱγεύηται , ταγεύω to be pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγεύοντος — τᾱγεύοντος , ταγεύω to be pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγευσαι — τά̱γευσαι , ταγεύω to be aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτάγευσε — ἐτά̱γευσε , ταγεύω to be aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)