- προ-χόω
προ-χόω, = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χόω, = προχώννυμι; προχοῖ, Plat. Critia. 111 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκεχωκέναι — πρό χόω throw perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχωννύουσα — πρό χόω throw pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχόω — Α συσσωρεύω χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χόω/χῶ «συσσωρεύω χώμα»] … Dictionary of Greek
προὔχωσε — προέχωσε , πρό χόω throw aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύχους — προέχους , πρό χόω throw imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)