- προ-χωνεύω
προ-χωνεύω, vorher schmieden, zubereiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-χωνεύω, vorher schmieden, zubereiten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκεχωνευμένον — πρό χοανεύω cast in a mould perf part mp masc acc sg πρό χοανεύω cast in a mould perf part mp neut nom/voc/acc sg πρό χωνεύω cast in a mould perf part mp masc acc sg πρό χωνεύω cast in a mould perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιοικώ — έω, Α 1. διευθετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ προηγουμένως κάτι («ἡτοίμαστω δ αὐτοῑς τοῡτο τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο», Δημοσθ.) 2. (σχετικά με τροφή) χωνεύω προηγουμένως («σιτία προδιωκημένα», Αντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικῶ «διευθετώ,… … Dictionary of Greek
προευπεπτώ — έω, Α χωνεύω καλά προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐπεπτῶ «χωνεύω καλά»] … Dictionary of Greek
προπέσσω — και αττ. τ. προπέττω Α χωνεύω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πέσσω «μαλακώνω, χωνεύω»] … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
προδιαφορώ — Μ χωνεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαφορῶ «διαλύω, εξαλείφω»] … Dictionary of Greek