- τέχνασμα
τέχνασμα, τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέχνασμα, τό, alles durch Kunst Hervorgebrachte od. Erkünstelte, Kunstgriff, List; Eur. Or. 1560; Ar. Th. 198; Xen. Hell. 6, 4, 7; Sp., wie Luc. Charid. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέχνασμα — anything made neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέχνασμα — το, ΝΜΑ [τεχνάζω / ομαι] 1. ευφυές επινόημα για επιτυχία σκοπού 2. δόλος, πανουργία, κόλπο (α. «κέρδισε τον αγώνα με διάφορα τεχνάσματα» β. «τοῡ μητροκτόνου τεχνάσματ ἐστὶ ταῡτα καὶ πολὺς γέλως», Ευρ.) αρχ. καθετί κατασκευασμένο με τέχνη, έργο… … Dictionary of Greek
τέχνασμα — το, ατος έξυπνη επινόηση για επιτυχία κάποιου σκοπού, κόλπο, τερτίπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνασμάτων — τέχνασμα anything made neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασι — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσμασιν — τέχνασμα anything made neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματα — τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματι — τέχνασμα anything made neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνάσματος — τέχνασμα anything made neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σόφισμα — το, ΝΑ 1. επινόημα, εφεύρημα, ευφυές τέχνασμα (α. «είναι γεμάτος από σοφίσματα» β. «σόφισμα... μηχανᾱσθαι», Ηρόδ.) 2. (λογ.) σκόπιμα εσφαλμένος συλλογισμός ο οποίος, με αφετηρία αληθινές, ή εκλαμβανόμενες ως τέτοιες, προτάσεις, καταλήγει σε… … Dictionary of Greek
τεχνάσματ' — τεχνάσματα , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc pl τεχνάσματι , τέχνασμα anything made neut dat sg τεχνάσματε , τέχνασμα anything made neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)