- τέφριον
τέφριον, τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέφριον, τό, eine aschgraue Salbe, bes. Augensalbe, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέφριον — τὸ, Α [τεφρός] αλοιφή τεφρού χρώματος την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για τους οφθαλμούς … Dictionary of Greek