- τέτραχμον
τέτραχμον, τό, verkürzt statt τετράδραχμον, Inscr. I p. 750.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτραχμον, τό, verkürzt statt τετράδραχμον, Inscr. I p. 750.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράχμον — τὸ, Α βλ. τετράδραχμος … Dictionary of Greek
τετράδραχμος — η, ο / τετράδραχμος, ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν) νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές… … Dictionary of Greek