- τέτραχα
τέτραχα, adv., vierfach, in vier Theile getheilt, τέτραχα ἑαυτὴν διανείμασα Plat. Gorg. 464 c, u. Sp., wie Strab. 3, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτραχα, adv., vierfach, in vier Theile getheilt, τέτραχα ἑαυτὴν διανείμασα Plat. Gorg. 464 c, u. Sp., wie Strab. 3, 4, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέτραχα — in four parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτραχα — Α επίρρ. 1. σε τέσσερα μέρη 2. τέσσερεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) (βλ. λ. τέσσερεις) + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. α (πρβλ. πέντ αχ α)] … Dictionary of Greek
τετραχῇ — τέτραχα in four parts indeclform (adverb) τετραχῇ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχθά — Α επίρρ. τέτραχα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού τέτραχα, πρβλ. διχθά, τριχθά. Για την εναλλαγή τού χ/ χθ πρβλ. χαμηλός: χθαμαλός] … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
τετρασσός — ή, όν, Α τετραπλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) (βλ. λ. τέσσερεις) + επίθημα σσός μέσω ενός τ. *τετράχjος < επίρρ. τέτραχα* (πρβλ. δι σσός < *δıχjoς < δίχα)] … Dictionary of Greek
τετραχίζω — Α [τετραχά] αναλαμβάνω μια εργασία με τη συμμετροχή τού 1/4 τών κερδών … Dictionary of Greek