- τέρετρον
τέρετρον, τό, der Bohrer; Od. 5, 246. 23, 198; sp. D., wie Philp. 15 (VI, 103); ὠκήεντα, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρετρον, τό, der Bohrer; Od. 5, 246. 23, 198; sp. D., wie Philp. 15 (VI, 103); ὠκήεντα, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρετρον — borer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέτροις — τέρετρον borer neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέτρου — τέρετρον borer neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέτρων — τέρετρον borer neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερέτρῳ — τέρετρον borer neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρετρα — τέρετρον borer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
TEREBRA — ex Graeco τέρετρον, cuius mentio in Epigr. veter. de Instrumentis fabrilibus, Τρύπανα, δ᾿ εὐδίνητα, καὶ ὠκήεντα τέρετρα. Ubi τρύπανα, furfuracula, seu perforacula τέρετρα terebrae sunt. Inter Daedali inventa, Plin. l. 7. c. 56. qui idem terebris… … Hofmann J. Lexicon universale
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
τέρετρο — το / τέρετρον, ΝΑ ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι νεοελλ. ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ.… … Dictionary of Greek
τείρω — Α κατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ. β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ. γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< *τερ jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ter «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ.… … Dictionary of Greek