- τέρμων
τέρμων, ονος, ὁ, = τέρμα; Aesch. frg. 177; τέρμον' ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα, Suppl. 629; οἷον τέρμονα βίου ἔτλης, Eur. Phoen. 1361; πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω, Med. 276, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρμων, ονος, ὁ, = τέρμα; Aesch. frg. 177; τέρμον' ἀμέμπτως πρὸς ἅπαντα, Suppl. 629; οἷον τέρμονα βίου ἔτλης, Eur. Phoen. 1361; πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω, Med. 276, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τέρμων — boundary masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμων — ονος, ὁ, Α βλ. τέρμονας … Dictionary of Greek
τερμόνων — τέρμων boundary masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμονα — τέρμων boundary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμονας — τέρμων boundary masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμονες — τέρμων boundary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμονι — τέρμων boundary masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμονος — τέρμων boundary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτέρμων — κακοτέρμων, ότερμον (Α) αυτός που τελειώνει άσχημα ή με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + τέρμων (< τέρμων), πρβλ. απειρο τέρμων, βαθυ τέρμων] … Dictionary of Greek
κλυτοτέρμων — κλυτοτέρμων, ἡ (Α) (ενν. ὥρα) ωροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + τέρμων (< τέρμων < τείρω «φθείρω με τη χρήση»), πρβλ. απειρο τέρμων, κυκλο τέρμων] … Dictionary of Greek
κυκλοτέρμων — κυκλοτέρμων, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τέρμων «τέρμα» (πρβλ. αλι τέρμων, βιο τέρμων)] … Dictionary of Greek