- τάργανον
τάργανον, τό, Essig, Nachwein, od. Lauer, auch trüb gewordener, verdorbener Wein, Phoenix Colophon. bei Ath. XI, 495 d. Es soll mit ταράσσω zusammenhangen, E. M erkl. es = ταρακτόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάργανον, τό, Essig, Nachwein, od. Lauer, auch trüb gewordener, verdorbener Wein, Phoenix Colophon. bei Ath. XI, 495 d. Es soll mit ταράσσω zusammenhangen, E. M erkl. es = ταρακτόν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάργανον — vinegar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάργανον — (I) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λυδούς) όξος, ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα ανον (πρβλ. ξό ανον). Η σύνδεση τής λ. τόσο με τον τ. στεργάνος «κοπρώνας» όσο και με τη λ. τρύξ «νέο κρασί» δεν είναι ικανοποιητική ούτε από … Dictionary of Greek
στεργάνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κοπρών». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από… … Dictionary of Greek
ταργαίνω — Α [τάργανον] (κατά τον Ησύχ.) ταράζω … Dictionary of Greek
ταργανούμαι — (I) όομαι, Α [τάργανον] γίνομαι ξίδι, ξινίζω. (II) όομαι, Α [ταργάνη] συμπλέκομαι … Dictionary of Greek
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
(s)ter-8 — (s)ter 8 English meaning: dirty water, mud, smear Deutsche Übersetzung: in Worten for “unreine Flũssigkeit, Mist; besudeln; verwesen” Material: Av. star ‘sich blemish, sũndigen”; Arm. t”arax, ic̣, oc̣ “pus, humeur” (*tero ;… … Proto-Indo-European etymological dictionary