- τάρες
τάρες, τάρων, vulgäre Abkürzung für τέσσαρες, Amphis bei Ath. VI, 224 e (V. 11).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάρες, τάρων, vulgäre Abkürzung für τέσσαρες, Amphis bei Ath. VI, 224 e (V. 11).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάρες — Α (συντετμημένος τ.) βλ. τέσσερεις … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek