- τλῆσις
τλῆσις, ἡ, 1) das Dulden, Ausstehen. – 2) das Unternehmen, Wagen; Hesych. τόλμα, ϑράσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλῆσις, ἡ, 1) das Dulden, Ausstehen. – 2) das Unternehmen, Wagen; Hesych. τόλμα, ϑράσος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλῆσις — audacity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήσις — ήσεως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις τόλμα, θράσος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… … Dictionary of Greek
τλῆσιν — τλάω suffer aor subj act 3rd sg (epic) τλῆσις audacity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήσηι — τλήσῃ , τλάω suffer fut ind mid 2nd sg τλῆσις audacity fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλήσῃ — τλάω suffer fut ind mid 2nd sg τλήσηι , τλῆσις audacity fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)