τλή-θῡμος

τλή-θῡμος

τλή-θῡμος, mit standhaftem Gemüthe, wie Odysseus; Ep. ad. (IX, 472); Agath. 55 (IX, 644); dreist, kühn, muthig.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • τλήσις — ήσεως, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τλῆσις τόλμα, θράσος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + κατάλ. σις] …   Dictionary of Greek

  • τληκαρδίως — Μ επίρρ. με ισχυρό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + καρδία, πιθ. μέσω αμάρτυρου *τληκάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • τληπαθής — και κατά τον Ησύχ. τλατπαθής, ές, Α αυτός που υφίσταται ή έχει υποστεί πολλά δεινά, ταλαίπωρος («τλαιπαθές ταλαίπωρε», Ησύχ.). επίρρ... τληπαθῶς Μ άθλια, με άθλιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας) + παθής (< πάθος), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τλησίπονος — ον, Α αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσί πονος)] …   Dictionary of Greek

  • τλησίφρων — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «τλησίφρονα ύπομονητικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί φρων] …   Dictionary of Greek

  • τλησικάρδιος — ον, Α 1. σκληρόκαρδος («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ ἐπιχαρῇ;», Αισχύλ.) 2. υπομονητικός, καρτερικός. επίρρ... τλησικαρδίως Α καρτερικά, υπομονητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη σι (βλ. λ. τλή θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • τλητός — και δωρ. τ. τλατός, ή, όν, Α 1. τλητικός* («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.) 2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).… …   Dictionary of Greek

  • τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”