- τολμήεις
τολμήεις, εσσα, εν, duldend, ausharrend, standhaft, τολμήεις μοι ϑυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονϑα, Od. 17, 284; dreist, herzhaft, kühn, Il. 10, 205; Pind. P. 4, 89; Babr. 92, 1. S. auch τολμῇς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμήεις, εσσα, εν, duldend, ausharrend, standhaft, τολμήεις μοι ϑυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονϑα, Od. 17, 284; dreist, herzhaft, kühn, Il. 10, 205; Pind. P. 4, 89; Babr. 92, 1. S. auch τολμῇς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολμήεις — enduring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεις — εσσα, εν, ΜΑ, και δωρ. τ. τολμάεις Α (για πρόσ. και πράγμ.) θαρραλέος, ριψοκίνδυνος (α. «οἷς τολμῆεν τὸ φρόνημα», Παλαιολ. Μιχ. β. «τολμάεις Ἐφιάλτα», Πίνδ.) αρχ. ανεκτικός, καρτερικός («τολμήεις μοι θυμός, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέπονθα», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
τολμῆεν — τολμήεις enduring masc voc sg τολμήεις enduring neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεντα — τολμήεις enduring neut nom/voc/acc pl τολμήεις enduring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεντας — τολμήεις enduring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεντες — τολμήεις enduring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεντι — τολμήεις enduring masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεντος — τολμήεις enduring masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεσσα — τολμήεις enduring fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τολμήεσσαν — τολμήεις enduring fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek