τηθίβιος

τηθίβιος

τηθίβιος, , = τηϑία, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηθίβιος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθίβιος — ἡ, Μ η τηθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθη /τηθία + βίος] …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”