- τολυπευτικός
τολυπευτικός, zum Vollenden, Vollbringen gehörig, geschickt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολυπευτικός, zum Vollenden, Vollbringen gehörig, geschickt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολυπευτικός — ή, όν, Α [τολυπεύω] (κατά τον Ησύχ.) «ἐργατικός, ἐπιτελεστικός» … Dictionary of Greek
τολυπευτικώτατος — τολυπευτικός of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)