- τλητικός
τλητικός, zum Leiden, Dulden gehörig, geschickt, geneigt, duldsam, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλητικός, zum Leiden, Dulden gehörig, geschickt, geneigt, duldsam, Philo u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τλητικός — patient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικός — ή, όν, Α [τλητός] καρτερικός. επίρρ... τλητικῶς Α με υπομονή, καρτερικά … Dictionary of Greek
τλητικά — τλητικός patient neut nom/voc/acc pl τλητικά̱ , τλητικός patient fem nom/voc/acc dual τλητικά̱ , τλητικός patient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικώτερον — τλητικός patient adverbial comp τλητικός patient masc acc comp sg τλητικός patient neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικόν — τλητικός patient masc acc sg τλητικός patient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικώτατα — τλητικός patient adverbial superl τλητικός patient neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοῖς — τλητικός patient masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοί — τλητικός patient masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικοῦ — τλητικός patient masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικωτάτης — τλητικός patient fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τλητικῶς — τλητικός patient adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)