τοξο-ειδής

τοξο-ειδής

τοξο-ειδής, ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υοειδής — ές / ὑοειδής, ές, ΝΑ 1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Υ 2. φρ. «υοειδὲς οστό» και «ὑοειδές ὀστοῡν» μικρό οστό που έχει σχήμα ύψιλον ανοιχτού προς τα πίσω και το οποίο βρίσκεται, ασύνδετο με τον υπόλοιπο σκελετό, στη βάση τής γλώσσας επάνω …   Dictionary of Greek

  • ιριοειδής — ἰριοειδής, ές (Α) όμοιος με ουράνιο τόξο, με ίριδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἶρις + ειδής (< είδος)] …   Dictionary of Greek

  • οδοντοειδής — ές (Α ὀδοντοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με δόντι 2. φρ. («οδοντοειδής απόφυση» κατακόρυφη προεξοχή τού 2ου αυχενικού σπονδύλου η οποία αρθρώνεται με το οπίσθιο τόξο τού 1ου αυχενικού σπονδύλου για την εκτέλεση τών περιστροφικών κινήσεων τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”