- τονο-ειδής
τονο-ειδής, ές, tonartig, dem Tone ähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τονο-ειδής, ές, tonartig, dem Tone ähnlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτονοειδής — ές φρ. «ημιτονοειδής καμπύλη» επίπεδη καμπύλη, που η τεταγμένη της είναι το ημίτονο τού τόξου που λαμβάνεται επάνω σε κύκλο με ακτίνα ίση με την τετμημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τονο + ειδής (< είδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek