τοξοσύνη

τοξοσύνη

τοξοσύνη, , die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τοξοσύνη — bowmanship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνῃ — τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. σύνη*] …   Dictionary of Greek

  • τοξοσύναι — τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνην — τοξοσύνη bowmanship fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνης — τοξοσύνη bowmanship fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνᾳ — τοξοσύναι , τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”