- τονθρύζω
τονθρύζω, = Vor., Opp. Cyn. 2, 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τονθρύζω, = Vor., Opp. Cyn. 2, 541.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τονθρύζω — speak inarticulately pres subj act 1st sg τονθρύζω speak inarticulately pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθρύζω — Α βλ. τονθορίζω … Dictionary of Greek
τονθρύζει — τονθρύζω speak inarticulately pres ind mp 2nd sg τονθρύζω speak inarticulately pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνθρυζε — τονθρύζω speak inarticulately pres imperat act 2nd sg τονθρύζω speak inarticulately imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθρύζειν — τονθρύζω speak inarticulately pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθρύζοντες — τονθρύζω speak inarticulately pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθρύζων — τονθρύζω speak inarticulately pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθρύζωσι — τονθρύζω speak inarticulately pres subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονθορίζω — και τονθορύζω ΝΑ, και τονθρύζω Α μουρμουρίζω αρχ. μουγκρίζω («ἐτονθόρυζε ταῡρος < ὡς> νεοσφαγής», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τορθορύζω με ανομοίωση τού ρ , από το θ. θορυ τού θόρυβος* με… … Dictionary of Greek
τονθρυστής — ὁ, Α [τονθρύζω] αυτός που τονθορίζει … Dictionary of Greek
τονθρύς — ύος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) τονθορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. τού ρ. τονθρύζω, άλλου τ. τού τονθορύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek