τηνεί

τηνεί

τηνεί, adv., dor. = ἐκεῖ, dort, Theocr. 1, 106, oft.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηνεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ή τηνεί Α επίρρ. 1. εκεί 2. εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. τού ἐκεῖνος + κατάλ. εί / εῖ, αρχ. τοπικής (πρβλ. εκ εί)] …   Dictionary of Greek

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυπάρισσος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση τον αναφέρει ως ωραιότατο έφηβο, ευνοούμενο του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν κάποτε σκότωσε άθελά του το αγαπημένο του ελάφι, η θλίψη του ήταν αφόρητη και ο Απόλλωνας για να τον λυτρώσει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”