τημελής

τημελής

τημελής, ές, sorgfältig, wartend, pflegend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τημελής — careful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τημελής — ές, ΜΑ επιμελής, προσεχτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τημελῶ*] …   Dictionary of Greek

  • τημελές — τημελής careful masc/fem voc sg τημελής careful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τημελέως — τημελής careful adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τημελῶς — τημελής careful adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τημελεῖ — τημελέω take care of pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) τημελέω take care of pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) τημελής careful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τημελής careful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τημελεῖς — τημελέω take care of pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) τημελής careful masc/fem acc pl τημελής careful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • тям — понимание, разум, память , тямить,тямлю понимать , южн., зап., псковск., воронежск., тамб. (Даль), донск. (Миртов), укр. тямити, тямлю соображать , блр. цямiць – то же. Считают родственным греч. τημελέω забочусь, охраняю , τημελής усердный (см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • τημελούχος — ον, ΜΑ αυτός που φροντίζει και προστατεύει κάποιον, που έχει την επιμέλεια κάποιου («τημελούχοις ἀγγέλοις, κἄν ἐκ μοιχείας ὦσι, τὰ ἀποτικτόμενα παραδίδοσθαι παρειλήφαμεν», Μεθόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τημελής + οῦχος* (< ἔχω)] …   Dictionary of Greek

  • Αγαμέμνων — I Μυθικός βασιλιάς των Μυκηνών και αρχιστράτηγος των Ελλήνων στον πόλεμο εναντίον της Τροίας. Κατά τα Κύπρια Έπη,που αποτελούν μέρος του επικού κύκλου και αναφέρονται στα προ της Ιλιάδος περιστατικά, ο Α., για να εξευμενίσει τη θεά Αρτέμιδα, που… …   Dictionary of Greek

  • τημελῶν — τημελέω take care of pres part act masc nom sg (attic epic doric) τημελής careful masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”