- τηγανισμός
τηγανισμός, ὁ, das Braten im Tiegel, Menand. bei Poll. 10, 98, der das Wort tadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανισμός, ὁ, das Braten im Tiegel, Menand. bei Poll. 10, 98, der das Wort tadelt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανισμός — ὁ, ΜΑ [τηγανίζω] το τηγάνισμα, η ενέργεια τού τηγανίζω … Dictionary of Greek
τηγανισμοί — τηγανισμός frying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμοῦ — τηγανισμός frying masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμόν — τηγανισμός frying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)