- τηγανιστός
τηγανιστός, im Tiegel, in der Pfanne gebraten, Diphil. bei Ath. III, 90 d neben ἑφϑός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανιστός, im Tiegel, in der Pfanne gebraten, Diphil. bei Ath. III, 90 d neben ἑφϑός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τηγανιστός — ή, ό / τηγανιστός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταγηνιστός, ή, όν, Α [τηγανίζω / ταγηνίζω] τηγανητός, τηγανισμένος (α. «τηγανιστά συκωτάκια» β. «λαμβάνονται δὲ καὶ ἐφθοὶ καὶ τηγανιστοί», Αθήν.) … Dictionary of Greek
τηγανιστός — ή, ό τηγανητός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηγανιστά — τηγανιστός fried in a neut nom/voc/acc pl τηγανιστά̱ , τηγανιστός fried in a fem nom/voc/acc dual τηγανιστά̱ , τηγανιστός fried in a fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιστῶν — τηγανιστός fried in a fem gen pl τηγανιστός fried in a masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιστόν — τηγανιστός fried in a masc acc sg τηγανιστός fried in a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισταῖς — τηγανιστός fried in a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιστοῖς — τηγανιστός fried in a masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιστοί — τηγανιστός fried in a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανιστούς — τηγανιστός fried in a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατηγάνητος — και ατηγάνιστος, η, ο 1. αυτός που δεν τον έχουν τηγανίσει 2. ανεπαρκώς τηγανισμένος, μισοτηγανισμένος 3. ακατάλληλος για τηγάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ατηγάνιστος < α στερ. + τηγανιστός < (ρ.) τηγανίζω. Ο δε τ. ατηγάνητος < α στερ. +… … Dictionary of Greek
τηγανητός — ή, ό, Ν, και μόνον ο τ. ουδ. τηγανητόν, τὸ, Α τηγανισμένος, τηγανιστός, παρασκευασμένος σε τηγάνι με καφτό λάδι ή λίπος («τηγανητές πατάτες») αρχ. (το ουδ.) τὸ τηγανητόν η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. τηγανητόν < τήγανον + κατάλ. η τόν, ουδ.… … Dictionary of Greek