- τοσαυταχῶς
τοσαυταχῶς, adv., auf so vielerlei Art, Arist. part. anim. 2, 2, dem πλεοναχῶς entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυταχῶς, adv., auf so vielerlei Art, Arist. part. anim. 2, 2, dem πλεοναχῶς entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυταχῶς — in so many ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσαυταχώς — ΜΑ επίρρ. με τόσους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τοσαυτ τής αντων. τοσοῦτος, αύτη, οῦτον + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. ῶς (πρβλ. πολλαχ ῶς)] … Dictionary of Greek