- τοσαυτα-πλάσιος
τοσαυτα-πλάσιος, so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυτα-πλάσιος, so vielfach, so viel Male mehr, Arist. probl. 19, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσαυταπλάσιος — ασία, ον, Α 1. τόσες φορές πολλαπλάσιος, περισσότερος ή μεγαλύτερος 2. πολλαπλάσιος εξίσου με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + πλάσιος*] … Dictionary of Greek