- τοσσῆνος
τοσσῆνος, dor. statt τοσοῦτος, Theocr. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσσῆνος, dor. statt τοσοῦτος, Theocr. 1, 54.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσσήνος — Α (δωρ. τ.) τοσοῡτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος, κατά το τῆνος*] … Dictionary of Greek