- τοσσάκι
τοσσάκι, Hom., u. τοσσάκις, ep. = τοσάκις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσσάκι, Hom., u. τοσσάκις, ep. = τοσάκις, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τοσσάκι — Α επίρρ. βλ. τοσάκις … Dictionary of Greek
τοσσάκι — τοσάκις epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσσάχ' — τοσσάκι , τοσάκις epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] … Dictionary of Greek