τηρός

τηρός

τηρός, bewachend, behütend, beobachtend, Aesch. Suppl. 245, unsichere Lesart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τηρός — warden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηρός — ὁ, Α φύλακας, φρουρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τηρῶ] …   Dictionary of Greek

  • τηρόν — τηρός warden masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήρων — ὁ, Α τηρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τηρός με επίθημα ων, ωνος] …   Dictionary of Greek

  • TYRUS — vel Tyros, Phoeniciae insula, nunc Pendoli, et urbs celebertima, in saxo undique praerupto, cum portu capaci, orbis olim emporium; Condita, ut Iasephus vult, Ant. Iud. l. 3. A. M. 2783. ante templum Salomonis, 240. Archiepiscopalis sub Patriarcha …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… …   Dictionary of Greek

  • κλιντήρ — ο (AM κλιντήρ, ῆρος) το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ ἀνακλινθεῑσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.) νεοελλ. είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων» …   Dictionary of Greek

  • κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κολαστήρ — κολαστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α) κολαστής, τιμωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. βλασ τήρ, στεγασ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”