- το-πάροιθε
το-πάροιθε u. τοπάροιθεν, adv., = πάροιϑε, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
το-πάροιθε u. τοπάροιθεν, adv., = πάροιϑε, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάροιθε — before indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροιθε(ν) — και αιολ. τ. πάροιθα Α 1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ. β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.) 2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῡ» πριν από μένα, Αισχύλ.) 3. (ως… … Dictionary of Greek
πάροιθ' — πάροιθε , πάροιθε before indeclform (prep) πάροιτο , παρίημι let fall at the side aor opt mid 3rd sg πάροιτε , παρόω pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάροιθεν — πάροιθε before nu̱movable indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… … Dictionary of Greek
πάροιθα — Α (αιολ. τ.) πάροιθε(ν)* … Dictionary of Greek
παροίτερος — έρη, ον, Α (συγκρ. επίθ. τού πάροιθε) 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον 3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο… … Dictionary of Greek
προπάροιθε(ν) — Α Ι. (πρόθ. συντασσόμενη με γεν.) 1. τοπ. μπροστά από (α. «Σκαιῶν προπάροιθε πυλάων», Ομ. Ιλ. β. «τῆς δ ἀρετῆς ἱδρῶτα θεοὶ προπάροιθεν ἔθηκαν ἀθάνατοι», Ησίοδ.) 2. χρον. πριν από («νομίμων προπάροιθεν», Αισχύλ.) II. (ως επίρρημα) 1. τοπ. μπροστά… … Dictionary of Greek