το-πάρος

το-πάρος

το-πάρος, adv., = πάρος, Hom. u. Hes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάρος — aforetime indeclform (adverb) πάρος aforetime indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρος — Paros fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • Πάρος — Sp Pãras Ap Πάρος/Paros L s. ir mst. Kikladų ss., Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • παρός — πᾱρός , πηρός disabled in a limb masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πᾶρος — πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάρω — Πάρος Paros fem nom/voc/acc dual Πάρος Paros fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Парос — (Πάρος, Parus, ныне Паро) один из крупных Кикладских о вов, лежащий к З от Наксоса, от которого он отделен каналом шириной в 9 в., к Ю от Делоса, к С от Иоса. Наибольшая длина его с СВ к ЮЗ около 19 в., наибольшая ширина 15 в. По Каллимаху,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο …   Dictionary of Greek

  • Αργυρόπουλος, Βασίλης — (Πάρος 1894 – Αθήνα 1953).Ηθοποιός του θεάτρου. Το 1910 ήταν ηθοποιός του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη και αμέσως μετά του θιάσου της Κυβέλης όπου έμεινε μέχρι το 1914, οπότε στρατεύτηκε. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκε στο Γκέρλιτς, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Αρχίλοχος — (Πάρος περ. 680 – Θάσος 640 π.Χ.).Ο αρχαιότερος από τους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας για τους οποίους υπάρχουν στοιχεία. Πιστεύεται (δεν υπάρχει γενική συμφωνία) ότι έζησε γύρω στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (σε ένα από τα αποσπάσματά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”