ταλαί-φρων

ταλαί-φρων

ταλαί-φρων, ονος, = ταλασίφρων; Soph. Ant. 39; ὦ ταλαῖφρον, Ai. 887; Ant. 858; Eur. Hel. 531.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- —     tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā     English meaning: to transport, carry; to bear, suffer     Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden”     Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”