ταλαίπωρος

ταλαίπωρος

ταλαίπωρος (eigtl. viell. = ταλαπείριος), schwere, mühselige Arbeiten ertragend, sowohl körperliche Anstrengung aushaltend, als Mühsal, Drangsal, Elend erduldend, mühselig, unglücklich; Θῆβαι, Pind. frg. 210; βροτοί, Aesch. Prom. 231. 598. 626; Soph. O. C. 14 u. öfter; βίος, 91; Eur. auch gew. von Menschen, πόλις Troad. 1276, Ἑλλάς I. T. 370; ταλαίπωρα πράγματα, Ar. Av. 135; adv., πάνυ ταλαιπώρως παρέδυν, mit Mühe, Eccl. 54; so auch Thuc. 3, 4; Plat. Euthyd. 302 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταλαίπωρος — suffering masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαίπωρος — η, ο / ταλαίπωρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που υποφέρει, που υφίσταται πολλά, βασανισμένος, κακοπαθημένος 2. κακόμοιρος, δυστυχισμένος, δύστυχος αρχ. 1. αυτός που υφίσταται βαριές και επίπονες εργασίες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταλαίπωρον α) σκληρότητα β)… …   Dictionary of Greek

  • ταλαίπωρος — η, ο αυτός που υποφέρει πολλά, δύστυχος, αξιολύπητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταλαιπωρότερον — ταλαίπωρος suffering adverbial comp ταλαίπωρος suffering masc acc comp sg ταλαίπωρος suffering neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωρότατα — ταλαίπωρος suffering adverbial superl ταλαίπωρος suffering neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωρότατον — ταλαίπωρος suffering masc acc superl sg ταλαίπωρος suffering neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπώρω — ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut nom/voc/acc dual ταλαίπωρος suffering masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπώρως — ταλαίπωρος suffering adverbial ταλαίπωρος suffering masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαίπωρον — ταλαίπωρος suffering masc/fem acc sg ταλαίπωρος suffering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωροτάτην — ταλαίπωρος suffering fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαιπωροτέρου — ταλαίπωρος suffering masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”