- ταξιώτης
ταξιώτης, ὁ, und ταξιωτικός, = ταξεώτης, ταξεωτικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταξιώτης, ὁ, und ταξιωτικός, = ταξεώτης, ταξεωτικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
OFFICIALIS — Minister seu Apparitor Magistratuum; Paulus l. 5. sent. C. de Fisc. Advoc. Gloss. Graec. Lat. Ταξιωτὴς, Apparitor, Ossicialis. Spartian. in Caracalla, c. 6. Non ignorantibus Martiô Agrippâ, qui classi praeerat et praeterea plerisque Officialium… … Hofmann J. Lexicon universale
ταξεώτης — ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη μσν. 1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός 2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία 3. αυτός που ανήκει σε… … Dictionary of Greek