ταξεώτης

ταξεώτης

ταξεώτης, , ein Diener der Obrigkeit, Gerichtsdiener, Scherge, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταξεώτης — officer of a magistrate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτης — ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη μσν. 1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός 2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία 3. αυτός που ανήκει σε… …   Dictionary of Greek

  • ταξεωτῶν — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεῶται — ταξεώτης officer of a magistrate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώταις — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτην — ταξεώτης officer of a magistrate masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτου — ταξεώτης officer of a magistrate masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτῃ — ταξεώτης officer of a magistrate masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεώτας — ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc acc pl ταξεώτᾱς , ταξεώτης officer of a magistrate masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταξεωτικός — ή, όν, ΜΑ [ταξεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξεώτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”