- ταξεωτικός
ταξεωτικός, zum ταξεώτης gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταξεωτικός, zum ταξεώτης gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταξεωτικός — ή, όν, ΜΑ [ταξεώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταξεώτη … Dictionary of Greek