ταμισίνης, ὁ, τυρός, mit Lab bereiteter Käse, Labkäse, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταμισίνης — made with rennet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμισίνης — ὁ, Α (ενν. τυρός) είδος τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάμισος «πυτία» + επίθημα ίνης (πρβλ. ὀξ ίνης)] … Dictionary of Greek