- ταγηνίτης
ταγηνίτης, ὁ, in der Pfanne geröstetes Brot, πλακοῠς ἐν ἐλαίῳ τετηγανισμένος, Ath. XIV, 646, d; vgl. Hipponax ib. 645 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγηνίτης, ὁ, in der Pfanne geröstetes Brot, πλακοῠς ἐν ἐλαίῳ τετηγανισμένος, Ath. XIV, 646, d; vgl. Hipponax ib. 645 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγηνίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηνίτης — ὁ, Α (αττ. τ.) βλ. τηγανιτής … Dictionary of Greek
ταγηνίταις — ταγηνίτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίτης — ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α η τηγανίτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. ίτης (πρβλ. ζυμ ίτης, πιτυρ ίτης)] … Dictionary of Greek