- ταγηνάριον
ταγηνάριον, τό, dim. von ἀτταγήν, Lexic. de spirit. p. 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγηνάριον, τό, dim. von ἀτταγήν, Lexic. de spirit. p. 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγηνάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηνάριον — τὸ, Μ ἀτταγηνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγηνάριον, υποκορ. τού ἀτταγήν με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ταγηναρίου — ταγηνάριον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηναρίων — ταγηνάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγηναρίῳ — ταγηνάριον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανάριον — τὸ, ΜΑ ονομασία πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί ταγηνάριον*] … Dictionary of Greek