- ταγματ-άρχης
ταγματ-άρχης, ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταγματ-άρχης, ὁ, der eine Heerschaar anführt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγάρχης — ζυγάρχης, ὁ (Α) ο αρχηγός ενός ζυγού ιππέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + αρχης (< άρχω), πρβλ. σταθμ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek
λεσβάρχης — λεσβάρχης, ὁ (Α) επιγρ. ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού ιερού συμβουλίου τών Λεσβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, ταγματ άρχης] … Dictionary of Greek