ταγματικός

ταγματικός

ταγματικός, zur Heerschaar, Legion gehörig, D. Sic. 17, 94.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταγματικός — ή, όν, Α [τάγμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τάγμα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταγματικός λεγεωνάριος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταγματικόν τάγμα …   Dictionary of Greek

  • ταγματικῶν — ταγματικός of fem gen pl ταγματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγματικούς — ταγματικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγματικάς — ταγματικά̱ς , ταγματικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”