- τανύ-πλεκτος
τανύ-πλεκτος, lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-πλεκτος, lang geflochten; τανυπλέκτων ἀπὸ μιτρᾶν ἐκρεμάσαντο, Aristodie. 1 (VII, 473); ἕρκος, Opp. Hal. 1, 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύπλεκτος — ον, Α αυτός που αποτελείται από μακριά πλέγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλεκτός (< πλέκω), πρβλ. εὔ πλεκτος] … Dictionary of Greek