- τανύ-πλευρος
τανύ-πλευρος, mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύ-πλευρος, mit langen od. großen Seiten, πέτροι Ep. ad. Byz. 15 (IX, 656).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανύπλευρος — ον, Α αυτός που έχει μακριές, μεγάλες πλευρές, τεράστιος, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πολύ πλευρος] … Dictionary of Greek