τανυ-γλώχῑν

τανυ-γλώχῑν

τανυ-γλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ, mit langer Spitze; όίστοί Il. 8, 297; Simon, ls. 42 (VII, 443); τρίαινα Opp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”