τανυ-κρήπις

τανυ-κρήπις

τανυ-κρήπις, ῑδος, mit langen Schuhen od. Stiefeln, E. M. 183, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”